τερπενικός

τερπενικός
-ή, -ό, Ν
χημ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τερπένια
2. φρ. α) «τερπενική σειρά»
χημ. η σειρά τών οργανικών ενώσεων την οποία συγκροτούν τα τερπένια και τα παράγωγά τους
β) «τερπενική ρητίνη»
χημ. συνοπτική ονομασία συνθετικών ρητινών που παράγονται από τα τερπένια με κατάλληλες διεργασίες πολυμερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. terpenic (< τερπένιο*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεμονένιο — το χημ. οργανική ένωση, μονοκυκλικός τερπενικός υδρογονάνθρακας …   Dictionary of Greek

  • πινάνιο — το, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, τερπενικός υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pinane (< λατ. pinus «πίτυς» + ane)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”